καμμιά

καμμιά

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καμμιά" в других словарях:

  • καμμία — και καμμιά βλ. καμιά …   Dictionary of Greek

  • κανένας — και κανείς, καμιά, κανένα (Μ κανείς, καμία, κανέν, αρσ. και κανένας και κιανείς και κιανένας, θηλ. και καμιά και κιαμιά, ουδ. και κανένα[ν] και κιανένα[ν]) 1. (με άρνηση) ούτε ένας, ουδείς («η πληγή δεν έχει κανέναν κίνδυνο») 2. κάποιος, ένας… …   Dictionary of Greek

  • άρκτος — Ονομασία που έδωσαν οι αρχαίοι Έλληνες στα νεαρά κορίτσια τα οποία έκαναν κινήσεις ανάλογες με της αρκούδας (άρκτου) στην τελετή της γιορτής των Βραυρωνίων, στην οποία τιμούσαν τη θεά Άρτεμη τη Βραυρωνία. Η τελετή γινόταν στη Βραυρώνα της Αττικής …   Dictionary of Greek

  • ανοιγοσφάλημα — κ. σφάλισμα το το ανοιγοκλείσιμο («σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των ομματίων αποσώνω και δίχως λύπηση καμμιά πάσ’ άνθρωπο σκοτώνω» Γ. Χορτάτζη, Ερωφίλη) …   Dictionary of Greek

  • ανυπέρβατος — η, ο (Α ἀνυπέρβατος, ον) 1. (για τόπους) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον περάσει, να τον υπερπηδήσει («κρημνοὺς ἀνυπερβάτους») 2. μτφ. ανυπέρβλητος, ακατανίκητος αρχ. (επίρρ., τως) α) χωρίς καμμιά παράλειψη β) λεπτομερώς γ) συνεχώς …   Dictionary of Greek

  • γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • καμιά — και καμμία θηλ. τής αντων. κανείς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κανένας] …   Dictionary of Greek

  • κοινοτοπία — η λόγος ή σκέψη χωρίς καμμιά πρωτοτυπία, πεζολογία, κοινός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η χρήση ενίοτε τού τύπου κοινοτυπία (με υ) στην ομιλουμένη προέρχεται από παρετυμολογική συσχέτιση τής λ. με σύνθετα τού… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»